παχυδερμία

παχυδερμία
πᾰχυ-δερμία, [dialect] Ion. -ιη, ,
A thickness of skin, Hp.Epid.5.9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παχυδερμία — η 1. η παχύτητα, το χόντρος του δέρματος: Τον ελέφαντα τον προφυλάγει από τους τραυματισμούς η παχυδερμία του. 2. μτφ., αναισθησία, αφιλοτιμία, απονιά: Η παχυδερμία ορισμένων ανθρώπων είναι εκνευριστική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παχυδερμία — (Ιατρ.). Η μόνιμη αύξηση του πάχους του δέρματος, που οφείλεται σε χρόνια υπερπλασία του ινώδους ιστού του δέρματος, του υποδόριου συνδετικού ιστού και συχνά και των μυών. Η π. καλύπτει τα κάτω άκρα και το όσχεο. Το δέρμα εκείνου που υποφέρει από …   Dictionary of Greek

  • παχυδερμίας — παχυδερμίᾱς , παχυδερμία thickness of skin fem acc pl παχυδερμίᾱς , παχυδερμία thickness of skin fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παχυδερμίης — παχυδερμία thickness of skin fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԹԱՆՁՐԱՄՈՐԹ — ( ) NBH 1 0796 Chronological Sequence: 8c ա. Ունօղ զթանձր մորթ. Իսկ յոքն. գ. Թանձր մորթ. παχύδερμος, παχυδερμία *Ոչ էած շուրջ զմեօք մորթ թանձրամորթիւքն, եւ ոչ մազ կուռ. Նիւս. բն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”